Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευζωά — εὐζωά, ἡ (Α) βλ. ευζωία … Dictionary of Greek
ευζωία — η (ΑΜ εὐζωΐα, Α ποιητ. τ. εὐζῴα και εὐζωά) [εύζωος] καλή, άνετη ζωή, καλοπέραση («μὴ ἔχειν πόρον εὐζωΐας» το να στερείται, να τού λείπουν οι ανέσεις) … Dictionary of Greek